- ἀλογοῦμαι
- ἀλογέωpay no regard topres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀλογόομαιto be rendered irrationalpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλογούμαι — ἀλογοῦμαι ( έομαι) (Α) [ἄλογος] γίνομαι παράλογος, ομοιώνομαι με τα κτήνη … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ԱՆԲԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0119 Chronological Sequence: Unknown date, 12c չ. Իբրեւ անբան լինել. արտաքոյ ելանել բանի. անմտանալ ἁλογούμαι ratione destituor. իսկ ἁλογέω , յոչինչ գրել. արհամարհել. *Ի գիճութեան եւ յապականութեան անբանացեալ կենդանին բանաւոր. Սարկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)